καραβάν-σεράι

καραβάν-σεράι
Πανδοχεία για τα καραβάνια, που βρίσκονταν στους δρόμους και στις πόλεις της Εγγύς Ανατολής, της Μέσης Ασίας και της Υπερκαυκασίας. Τα κ.σ. είναι γνωστά από την αρχαιότητα, αλλά διαδόθηκαν κυρίως από τον 9o έως τον 18o αι., εξαιτίας της ανάπτυξης των πόλεων και της συστηματοποίησης του εμπορίου με καραβάνια. Παλαιότερα, τα πανδοχεία αυτά αποτελούσαν σπουδαία εμπορικά κέντρα και διακρίνονταν σε δύο βασικούς τύπους. Ο πρώτος τύπος περιλάμβανε οικοδομές με μεγάλη κεντρική αίθουσα και ήταν διαδεδομένος κυρίως στην Αρμενία. Τα κτίρια ήταν ορθογώνια και χωρίζονταν σε ιδιαίτερους χώρους. Η κεντρική αίθουσα προοριζόταν για τους ανθρώπους και τα εμπορεύματα και οι πλαϊνοί χώροι για τα ζώα. Ο δεύτερος τύπος είχε εσωτερική αυλή, ενώ η οικοδομή χωριζόταν σε μικρές πτέρυγες που προορίζονταν για τους ανθρώπους και τα εμπορεύματα. Οι πτέρυγες αυτές οδηγούσαν στην εσωτερική (κλειστή) αυλή, που λειτουργούσε ως χώρος σταβλισμού των ζώων. Τα πανδοχεία που βρίσκονταν σε δρόμους έξω από τις πόλεις ήταν ενισχυμένα με αμυντικούς τοίχους. Τελικά, η ανάπτυξη των σιδηροδρόμων και των άλλων σύγχρονων μεταφορικών μέσων οδήγησε τα κ.σ. σε παρακμή. Ο αρχαιολόγος Έβανς χαρακτήρισε ως κ.σ. οικοδομή που βρίσκεται έξω από τον κυρίως αρχαιολογικό χώρο της Κνωσού, στον δρόμο προς τον Άγιο Νικόλαο, στην οποία έχουν διασωθεί ωραίες τοιχογραφίες που απεικονίζουν πέρδικες. Καραβάν σεράι στο Ιράν.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ισλαμισμός — Μονοθεϊστική θρησκεία την οποία ίδρυσε ο Μωάμεθ (570 632) κατά το πρώτο μισό του 7ου αι. μ.Χ. Από την ίδια ρίζα παράγεται και η λέξη μουσουλμάνος (μούσλιμ = αυτός που παραδίνεται στο θέλημα του Θεού και κατ’ επέκταση ο οπαδός του ι.). Ο ι.… …   Dictionary of Greek

  • Κωνσταντινούπολη — (τουρκ. Istanbul). Πόλη (8.831.805 κάτ. το 2000) της ευρωπαϊκής Τουρκίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (5.220 τ. χλμ., 10.018.735 κάτ.). Είναι χτισμένη στις δύο πλευρές του Κεράτιου κόλπου (τουρκ. Halic) στο στόμιο του Βοσπόρου (τουρκ.… …   Dictionary of Greek

  • καβάλα — Πόλη (υψόμ. 53 μ., 58.663 κάτ.) και λιμάνι της Μακεδονίας, πρωτεύουσα του νομού Κ. και έδρα του ομώνυμου δήμου. Η Κ. είναι χτισμένη αμφιθεατρικά –ο αρχικός πυρήνας της πόλης είναι χτισμένος σε δύο λόφους, που τους ενώνει το παλιό μνημειώδες… …   Dictionary of Greek

  • Αμφιλοχία — Κωμόπολη (υψόμ. 10 μ., 4.119 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βάλτου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Παλαιότερα λεγόταν Καρβασαράς. Η Α. είναι χτισμένη στο πιο εσωτερικό σημείο του όρμου του Αμβρακικού κόλπου. H θέση αυτή είναι πολύ σπουδαία, γιατί αποτελεί… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”